ταπετσ(ι)έρης

ταπετσ(ι)έρης
ο, Ν
1. τεχνίτης ειδικευμένος στο ταπετσάρισμα τοίχου
2. τεχνίτης ειδικευμένος στην επένδυση επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tapissier < ρ. tapisser < τάπης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”